προστριμμα

προστριμμα
    πρόστριμμα
    πρόσ-τριμμα
    -ατος τό
    1) осколок, обломок Plut.
    2) перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προστριμμα" в других словарях:

  • πρόστριμμα — that which is rubbed on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόστριμμα — ίμματος, τὸ, Α [προστρίβω] 1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο 2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.) 3. σύντριμμα, θραύσμα …   Dictionary of Greek

  • πρόστριμμ' — πρόστριμμα , πρόστριμμα that which is rubbed on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρίμμασι — πρόστριμμα that which is rubbed on neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρίμματι — πρόστριμμα that which is rubbed on neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»